φιλάρπαξ

φιλάρπαξ
(-άγος) ο , η стяжатель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φιλάρπαξ" в других словарях:

  • φιλάρπαξ — fond of rapine masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαξ — αγος, ὁ, ἡ, Μ βλ. φιλάρπαγας …   Dictionary of Greek

  • φιλάρπαγα — φιλάρπαξ fond of rapine masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγας — φιλάρπαξ fond of rapine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγες — φιλάρπαξ fond of rapine masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγος — φιλάρπαξ fond of rapine masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλάρπαγας — ο, η / φιλάρπαξ, αγος, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἅρπαξ «αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»